ή, όν, levelled, ἅλω δρόμος Nic.Th.29.
λιστρωτός, -ή, -όν (Α) λίστρονομαλός, ισοπεδωμένος («λιστρωτὸς ἅλω δρόμος», Νίκ.).
adj. verb. zu λιστρόω, geebnet, geglättet.