ομαλός

From LSJ

πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ὁμαλός, -ή, -όν)
1. (ιδίως για επιφάνεια) αυτός που δεν έχει εσοχές ή εξοχές, που δεν παρουσιάζει ανομοιομορφίες ή ανωμαλίες, επίπεδος
2. (για κίνηση) ομοιόμορφος, συμμετρικός («ὁμαλὴ αἰώρησις», Αριστοτ.)
3. απαλλαγμένος από περιπέτειες και διαταραχές, ήρεμος
(α. «ομαλός ποδοσφαιρικός αγώνας» β. «τήν τε κατάστασιν δικαίην παρέχοι καὶ ὁμαλήν», Ιπποκρ.)
4. κανονικός, συνηθισμένος («ὁμαλὸν ἤσκησεν βίον», Κλημ. Αλ.)
νεοελλ.
1. γραμμ. ο σύμφωνος με τους γραμματικούς και τους συντακτικούς κανόνες («ομαλή κλίση»)
2. αυτός που δεν έχει ανώμαλες σεξουαλικές ορέξεις, φυσιολογικός, σε αντιδιαστολή προς τον ανώμαλο
3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ομαλά
με ομαλό τρόπο
4. φρ. «ομαλή κίνηση»
(φυσ.-τεχνολ.) κίνηση κατά την οποία η ταχύτητα του κινητού έχει σταθερό μέτρο, δηλ. μηδενική επιτάχυνση, και η οποία διακρίνεται σε ευθύγραμμη, όταν η διεύθυνση της ταχύτητας είναι σταθερή, και σε καμπυλόγραμμη
νεοελλ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. το ομαλό(ν)
σύμβολο της βυζαντινής παρασημαντικής, σημαντόφωνο ποιότητας που υποδεικνύει στον ψάλτη-ερμηνευτή να εκτελέσει έναν τραχύ λαρυγγισμό κατά την εκφορά ενός φθόγγου
αρχ.
1. (για υποστάθμη) ομοιόμορφος ως προς τη σύσταση
2. (για ήχο φωνής) μαλακός, απαλός («τὴν δὲ [φωνὴν] ὁμαλήν τε καὶ λείαν», Πλάτ.)
3. (για τον έρωτα) απαλλαγμένος από έριδες («εἴθ' ὁμαλοὶ πνεύσειαν ἐπ' ἀμφοτέροισιν Ἔρωτες νῶϊν», Θεόκρ.)
4. αυτός που δεν έχει τίποτε το αξιοσημείωτο, συνήθης, κοινόςοὔτε κάκιστος, οὔτε πρᾱτος ἴσως, ὁμαλὸς δὲ τις ὁ στρατιώτας», Θεόκρ.)
5. (για περιουσία) ίσος σε ποσότητα, ισόποσος («ὁμαλώτεραι ἅν αἱ οὐσίαι εἶεν», Αριστοτ.)
6. μτφ. αυτός που προέρχεται από την ίδια κοινωνική τάξη, όμοιος κοινωνικά («ἐμοὶ δ' ὅτῳ μὲν ὁμαλὸς ὁ γάμος, ἄφοβος [οὐ δέδια]», Αισχύλ.)
7. το ουδ. ως ουσ. α) επίπεδο έδαφος, πεδιάδα, ίσωμα («καὶ ἐν τῷ ὁμαλῷ τὴν μάχην ποιεῖσθαι», Θουκ.)
β) συμμετρία, κανονικότητα («τὸ ὁμαλὸν καὶ σύμμετρον», Πλάτ.)
γ) (για ήθος) συνέπεια, ευστάθεια
8. φρ. «καθ' ὁμαλοῦ»
α) με όμοιο τρόπο
β) επί πλέον.
επίρρ...
ομαλώς και -ά (ΑΜ ὁμαλῶς)
με ομαλό τρόπο
νεοελλ.
σύμφωνα με τους γραμματικούς κανόνες
μσν.-αρχ.
εξίσου («τῶν μὲν ὅπλων ἅπαντες ὁμαλῶς ἐστερήθησαν», Πλούτ.)
αρχ.
με ισομετρία, με ομοιομορφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ομός].