κοτυλίσκη
English (LSJ)
ἡ, v. κοτυλίσκος.
Greek Monolingual
κοτυλίσκη, ἡ (Α)
ο κοτυλίσκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοτύλη + υποκορ. κατάλ. -ίσκη (πρβλ. παδίσκη, φιαλίσκη)].
German (Pape)
ἡ, dim. von κοτύλη, Pherecr. bei Ath. XI.479b.
ἡ, v. κοτυλίσκος.
κοτυλίσκη, ἡ (Α)
ο κοτυλίσκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοτύλη + υποκορ. κατάλ. -ίσκη (πρβλ. παδίσκη, φιαλίσκη)].
ἡ, dim. von κοτύλη, Pherecr. bei Ath. XI.479b.