-ες / σκιρώδης, -ῶδες, ΝΑ [[σκῑρος / σκίρ(ρ)ος]]νεοελλ.(για ιστό) αυτός που έχει σκληρή σύστασηαρχ.1. αυτός που είναι από τη φύση του σκληρός, ξηρός2. (για τη νόσο της επιληψίας) επίμονος.
ες, von harter Art, verhärtet, Gal.