σκιρρώδης

Revision as of 16:53, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Greek Monolingual

-ες / σκιρώδης, -ῶδες, ΝΑ [[σκῑρος / σκίρ(ρ)ος]]
νεοελλ.
(για ιστό) αυτός που έχει σκληρή σύσταση
αρχ.
1. αυτός που είναι από τη φύση του σκληρός, ξηρός
2. (για τη νόσο της επιληψίας) επίμονος.

German (Pape)

ες, von harter Art, verhärtet, Gal.