μουναρχία

Revision as of 16:54, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Greek Monolingual

μουναρχία και μουναρχίη, ἡ (Α)
ιων. τ. βλ. μοναρχία.

German (Pape)

und ä., ion. = μοναρχία.