μουναρχία

From LSJ

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source

Greek Monolingual

μουναρχία και μουναρχίη, ἡ (Α)
ιων. τ. βλ. μοναρχία.

German (Pape)

und ä., ion. = μοναρχία.