ου, ὁ, = τρυφητής.
ὁ, ΜΑτρυφητής.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφητής + κατάλ. -ίας (πρβλ. ορμητ-ίας, τολμητ-ίας)].
ὁ, = τρυφητής, Clem.Al.