τρυφητίας

English (LSJ)

ου, ὁ, = τρυφητής.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
τρυφητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφητής + κατάλ. -ίας (πρβλ. ορμητίας, τολμητίας)].

German (Pape)

ὁ, = τρυφητής, Clem.Al.