εὐαρεστία

Revision as of 16:55, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ἡ, = εὐαρέστησις, Hierocl.in CA11p.442M.: in plural, individual tastes, predilections, Phld.Rh.1.152S.

Greek (Liddell-Scott)

εὐαρεστία: ἡ, = εὐαρέστησις, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 6, 8, ὡς διάφ. γραφ. Κλημέντια 257Β, κλ.

Greek Monolingual

εὐαρεστία, ἡ (Α) ευάρεστος
1. η ευαρέστηση
2. στον πληθ. αἱ εὐαρεστίαι
η αρέσκεια, η ατομική προτίμηση, τα ατομικά γούστα.

German (Pape)

ἡ, = εὐαρέστησις, K.S.