ὑποφθορεύς

Revision as of 16:56, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

έως, ὁ, corrupter, seducer, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποφθορεύς: έως, ὁ, ὁ ὑπούλως διαφθείρων, ὕπουλος διαφθορεύς, Γλωσσ.

Greek Monolingual

-έως, ὁ, Α
αυτός που διαφθείρει ύπουλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + φθορεύς (< φθορά < φθείρω), πρβλ. διαφθορεύς.

German (Pape)

έως, ὁ, Verderber, Verführer (?).