πρωτόβολος

Revision as of 16:56, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ον, Pass., first struck, τέρμονα π. ἁλίῳ E. Tr. 1068 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui pousse le premier ou la première fois;
2 qui pousse ses premières dents en parl. d'un cheval.
Étymologie: πρῶτος, βάλλω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που τον χτυπούν ή που τον χτύπησαν πρώτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ορθό-βολος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.].

Greek Monotonic

πρωτόβολος: -ον (βάλλω), αυτός που χτυπιέται πρώτος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

πρωτόβολος: прежде всех освещаемый или согреваемый (ἁλίῳ Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρωτόβολος -ον [πρῶτος, βάλλω] het eerst getroffen:. π. ἁλίῳ door de stralen van de zon Eur. Tr. 1068.

Middle Liddell

πρωτό-βολος, ον, βάλλω
first struck, Eur.

German (Pape)

zuerst getroffen, τέρμονα πρωτόβολον ἁλίῳ, Eur. Troad. 1068.