κατατρυφάω

Revision as of 16:57, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

A make merry, be insolent, Luc.JTr.53; = κατασπαταλάω, Hsch. II c. gen., delight in, τοῦ Κυρίου LXX Ps.36(37).4; ἐπὶ πλήθει εἰρήνης ib.ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être arrogant.
Étymologie: κατά, τρυφάω.

Greek (Liddell-Scott)

κατατρῠφάω: ἐντρυφῶ, τρυφηλῶς διάγω, Εὐμάθ. σ. 186· κατασπαταλῶ, Ἡσύχ.· κ. τοῦ λόγου, κατ. τοῦ διηγήματος, ἡδέως διατρίβω ἐν τῷ λόγῳ, διηγοῦμαι, Ἐκκλ. ΙΙ. ἀλαζονικῶς φέρομαι, Λουκ. ἐν Διΐ Τραγ. 53· τινος, κατά τινος, πρός τινα, τῆς εὐηθείας κ., καταγελᾶν καὶ ἐμπαίζειν, Γρηγ. Ναζ.

Russian (Dvoretsky)

κατατρυφάω: издеваться, глумиться Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-τρυφάω brutaal zijn, spotten.

German (Pape)

worin schwelgen, bes. in der Rede, sich weitläufig über Etwas ergehen, Sp.; höhnen, Luc. Iup. Tr. 53.