глумиться
From LSJ
Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
Russian > Greek
ἐφυβρίζω, σκιμαλίζω, ἐγκερτομέω, ἐγχαίνω, καθυβρίζω, κατυβρίζω, ἐμπαίζω, καταπέρδω, ἐνυβρίζω, ἐπιχλευάζω, κατατρυφάω, λωβεύω, ἐπικερτομέω, ἐφεψιάομαι, προσπαρατρώγω, κασαλβάζω, προσπέρδω