κυνοδρομέω

Revision as of 16:57, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

run or chase with dogs, X.Cyn.6.17: metaph., ἐκυνοδρομοῦμεν ἀλλήλους ζητοῦντες Id.Smp.4.63.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
chasser au chien courant, fig. suivre à la piste.
Étymologie: κύων, ἔδραμον, τρέχω.

Russian (Dvoretsky)

κῠνοδρομέω:
1) охотиться с собаками, травить Xen.,;
2) перен. гоняться, усиленно искать (τινα Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

κῠνοδρομέω: τρέχω ἢ κυνηγῶ μετὰ κυνῶν, Ξεν. Κυν. 6, 17 ἑξ.· μεταφ., ἐκυνοδρομοῦμεν ἀλλήλους ζητοῦντες ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 4, 63.

Greek Monotonic

κῠνοδρομέω: μέλ. -ήσω (δρόμος), τρέχω ή κυνηγώ με σκυλιά, σε Ξεν.

Middle Liddell

κῠνο-δρομέω, fut. -ήσω δρόμος
to run with dogs, Xen.

German (Pape)

mit Hunden jagen, hetzen; Xen. Cyn. 6.17 ff.; übertragen, ἐκυνοδρομοῦμεν ἀλλήλους ζητοῦντες, wir suchten einander auf, wie Hunde den Hafen, Conv. 4.63.