νεφροειδής

Revision as of 16:58, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ές, like a kidney, Arist.HA508a30.

Russian (Dvoretsky)

νεφροειδής: почковидный (καρδία ὄφεων Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

νεφροειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς νεφρόν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 17, 22, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

-ές (Α νεφροειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με τον νεφρό, που έχει το σχήμα του νεφρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφρός + -ειδής].

German (Pape)

ές, = νεφρώδης, Arist. H.A. 2.17.