κυνόβρωτος

Revision as of 16:58, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ον, devoured by dogs, Neanth.25 J., Phld.Mort.33, Antioch.Astr.in Cat.Cod.Astr.7.115.

Russian (Dvoretsky)

κῠνόβρωτος: съеденный собаками Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνόβρωτος: -ον, καταβρωθεὶς ὑπὸ κυνῶν, Διογ. Λ. 9. 4.

Greek Monolingual

κυνόβρωτος, -ον (Α)
αυτός που φαγώθηκε από τα σκυλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + -βρωτός (< βι-βρώσκω), πρβλ. θηριόβρωτος, ιχθυόβρωτος].

German (Pape)

von Hunden gefressen, zerrissen, DL. 9.4.