ιχθυόβρωτος

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source

Greek Monolingual

ἰχθυόβρωτος, -ον (Α)
αυτός που έχει φαγωθεί από τα ψάρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)- + βρωτός (< βιβρώοκω «τρώγω»)].