κουρόφιλος
Greek Monolingual
κουρόφιλος, -ον (Α)
αυτός που αγαπά τους νέους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῦρος (Ι) + -φιλος (< φίλος), πρβλ. θεόφιλος, παιδόφιλος].
κουρόφιλος, -ον (Α)
αυτός που αγαπά τους νέους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῦρος (Ι) + -φιλος (< φίλος), πρβλ. θεόφιλος, παιδόφιλος].