γληνοειδής

Revision as of 16:59, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ές, like a γλήνη 111, opp. κοτυλοειδής, Hp.Art.79; κοιλότης Gal.UP2.11: ἀποφύσεις Id.2.760.

Spanish (DGE)

-ές
medic. de aspecto poco profundo, e.e. semejante a una γλήνη (cf. s.u. II), por op. a κοτυλοειδής Hp.Art.79, γ. κοιλότης cavidad poco profunda Gal.3.132, 149, cf. Pall.in Hp.Fract.72.28, 73.12.

Greek (Liddell-Scott)

γληνοειδής: -ές, ὅμοιος γλήνῃ (σημασ. ΙΙΙ), Ἱππ. Ἄρθ. 838,

Greek Monolingual

-ές (Α γληνοειδής, -ές) γλήνη
όμοιος με γλήνη, κοίλος όπως η γλήνη τών αρθρώσεων.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γληνοειδής -ές γλήνη, εἶδος concaaf, holrond. Hp. Art. 79.

German (Pape)

ές, einem γλῆνος 2) ähnlich, Hippocr.