γληνοειδής
From LSJ
English (LSJ)
γληνοειδές, like a γλήνη ΙΙΙ, opp. κοτυλοειδής, Hp.Art.79; κοιλότης Gal.UP2.11: ἀποφύσεις Id.2.760.
Spanish (DGE)
-ές
medic. de aspecto poco profundo, e.e. semejante a una γλήνη (cf. s.u. II), por op. a κοτυλοειδής Hp.Art.79, γ. κοιλότης cavidad poco profunda Gal.3.132, 149, cf. Pall.in Hp.Fract.72.28, 73.12.
Greek (Liddell-Scott)
γληνοειδής: -ές, ὅμοιος γλήνῃ (σημασ. ΙΙΙ), Ἱππ. Ἄρθ. 838,
Greek Monolingual
-ές (Α γληνοειδής, -ές) γλήνη
όμοιος με γλήνη, κοίλος όπως η γλήνη τών αρθρώσεων.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γληνοειδής -ές γλήνη, εἶδος concaaf, holrond. Hp. Art. 79.