νουσοφόρος

Revision as of 17:00, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ον, Ion. for νοσοφόρος, γῆρας AP6.27 (Theaet.).

Russian (Dvoretsky)

νουσοφόρος: несущий с собой болезни (γῆρας Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

νουσοφόρος: -ον, Ἰων. ἀντὶ νοσοφόρος, Ἀνθ. Π. 6. 27.

Greek Monolingual

νουσοφόρος, -ον (Α)
ιων. τ. αυτός που προκαλεί αρρώστια, ο νοσογόνος («γήραϊ νουσοφόρῳ», Θεαίτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νοῦσος + -φόρος].

Greek Monotonic

νουσοφόρος: Ιων. αντί νοσοφόρος, σε Ανθ.

German (Pape)

ion. und poet. = νοσοφόρος, Krankheit bringend, γῆρας, Theaet.Schol. 1 (VI.27).