μαλακόθριξ

Revision as of 17:00, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

μαλακότριχος, ὁ, ἡ, soft-haired, Arist. GA 783a13.

Russian (Dvoretsky)

μᾰλᾰκόθριξ: μαλακότριχος adj. имеющий мягкие волосы, мягковолосый (Σκύθαι Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

μᾰλᾰκόθριξ: μαλακότριχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μαλακὰς τρίχας, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 3, 19.

Greek Monolingual

μαλακόθριξ, μαλακότριχος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει απαλό τρίχωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + θρίξ, τριχός (πρβλ. λευκόθριξ)].

German (Pape)

-τριχος, weichhaarig, Arist. gen.an. 5.3.