κιρροειδής
English (LSJ)
ές, yellowish, Apollod.Fr.Hist.214 J., Dsc.Ther.16, Philostr.Im.1.12.
Greek (Liddell-Scott)
κιρροειδής: -ές, κιτρινωπός, Ἀπολλόδ. παρ’ Ἀθην. 281Ε, Διοσκ. περὶ Ἰοβόλ. 16.
Greek Monolingual
-ές (Α κιρροειδής, -ές)
αυτός που έχει υπόξανθο χρώμα, κιτρινωπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κιρρός + -ειδής (< εἶδος)].
German (Pape)
ές, von gelblichem, blassem Ansehen; Philostr. Imagg. 1.12 Apollod. bei Ath. VII.281f.