κιρροειδής

Revision as of 17:01, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ές, yellowish, Apollod.Fr.Hist.214 J., Dsc.Ther.16, Philostr.Im.1.12.

Greek (Liddell-Scott)

κιρροειδής: -ές, κιτρινωπός, Ἀπολλόδ. παρ’ Ἀθην. 281Ε, Διοσκ. περὶ Ἰοβόλ. 16.

Greek Monolingual

-ές (Α κιρροειδής, -ές)
αυτός που έχει υπόξανθο χρώμα, κιτρινωπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κιρρός + -ειδής (< εἶδος)].

German (Pape)

ές, von gelblichem, blassem Ansehen; Philostr. Imagg. 1.12 Apollod. bei Ath. VII.281f.