ἀργυρόβιος

Revision as of 17:01, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ον, (βιός) with the silver bow, Eust.41.11.

Spanish (DGE)

-ον el del arco de plata ref. a Apolo, Eust.41.11.

Greek (Liddell-Scott)

ἀργῠρόβιος: ον (βίος), ὁ ἔχων ἀργυροῦν, λαμπρὸν τόξον, «ὁ ἀργυρόβιος ἤτοι λαμπρότοξος» Εὐστ. 41. 11, πρβλ. ἀργυρότοξος.

Greek Monolingual

ἀργυρόβιος, -ον (Μ)
ο αργυρότοξος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + αρχ. βιος (ο) «το τόξο»].

German (Pape)

bei Eust. Erkl. von ἀργυρότοξος.