ὁ, the tone of the γίγγρας, Hsch.
ἦχος Hsch.
γιγγρασμός: ὁ, ὁ ἦχος ὃν ἐκφέρει ὁ γίγγρας, Ἡσύχ.
ὁ, der Ton des Instruments γίγγρας, Hesych.