γίγγρας
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
English (LSJ)
-ου, ὁ,
A small Phoenician flute or fife, of a high pitch and plaintive tone, Amphis14 (from Γίγγρης, Phoenician name for Adonis, Ath.4.174f):—also γίγγρος αὐλός Antiph.108, Men.259: γίγγρον, Hsch.
2 its music, TryphoFr.109 V.; dance to its tune, Poll.4.102.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
mús.
1 flauta fenicia pequeña, de sonido débil, agudo y lastimero, Amphis 14.1, propia para el canto fúnebre, Poll.4.76, cf. Phot.γ 116.
2 música de flauta fenicia Trypho Fr.109, Phot.l.c.
3 danza con acompañamiento de flauta fenicia Poll.4.102.
German (Pape)
[Seite 491] αντος, ὁ, auch γίγγρος, ὁ, u. γίγγρα, ἡ, 1) eine kurze phönizische Flöte mit klagendem Tone, Poll. 4, 76; Ath. IV, 174 e mit Bspl. aus com., vgl. bes. Amphis. – 2) das Spielen auf dieser Flöte, Ath. XIV, 618 c. – 3) ein damit begleiteter Tanz, Poll. 4, 102.
Greek (Liddell-Scott)
γίγγρας: -ου, ὁ, μικρὸς Φοινικικὸς αὐλὸς ὀξεῖαν ἔχων φωνὴν καὶ θρηνώδη, Ἄμφις Διθ. 1· ὡσαύτως γίγγρος αὐλὸς Ἀντιφ. Ἰατρ. 2, Μένανδ. Καρ. 1· πρβλ. Ἀθήν. 174 F. 2) ἡ μουσικὴ ἡ διὰ τοιοῦτον αὐλόν, ὁ αὐτ. 618C · χορὸς πρὸς τὸν ἦχον τοῦ αὐλοῦ τούτου, Πολυδ. Δ΄, 102. (Πρβλ. Λατ. gingrire, gingritus).
Greek Monolingual
γίγγρας, ο (Α)
1. μικρός φοινικικός αυλός ή φλογέρα που παράγει οξείς και λυπητερούς τόνους
2. ο ήχος του οργάνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του γίγγρος].