ὑποχαλκίζω

Revision as of 17:02, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

A look somewhat copper-coloured, EM805.49. II trans., change for copper, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποχαλκίζω: ἔχω κἄπως τὸ χρῶμα τοῦ χαλκοῦ, Ἐτυμ. Μέγ. 805. 49. ΙΙ. μεταβ., ἀνταλλάσσω πρὸς χαλκόν, «ὑπεχάλκισα· πρὸς χαλκοῦ ὑπεθέμην» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
1. έχω την απόχρωση του χαλκού
2. (μτβ.) ανταλλάσσω κάτι με χαλκό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + χαλκίζω (< χαλκός)].

German (Pape)

etwas kupfernasig aussehen, EM. – Trans., gegen Kupfergeld umsetzen, verwechseln, Hesych.