οἰωνόθροος

Revision as of 17:02, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ον, of the cry of birds, οἰ. γόος the wailing cry of birds,A.Ag.56(anap.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui retentit du chant des oiseaux.
Étymologie: οἰωνός, θρέω.

Russian (Dvoretsky)

οἰωνόθροος: издаваемый птицами, птичий (γόος Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

οἰωνόθροος: -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν κραυγὴν τῶν πτηνῶν, οἰ. γόος, ἡ γοερὰ κραυγὴ τῶν πτηνῶν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 56.

Greek Monotonic

οἰωνόθροος: -ον, αυτός που ανήκει στην κραυγή των πουλιών, οἰωνοθρόος γόος, θρηνητική κραυγή των πουλιών, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

οἰωνό-θρους, ουν,
of the cry of birds, οἰ. γόος the wailing cry of birds, Aesch.

German (Pape)

γόος, von Vögeln ertönende, erhobene Klage, Aesch. Ag. 56.