ἀργυρολόγος

Revision as of 17:03, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ον, (λέγω) levying money, ναῦς Ar.Eq.1071, Th.3.19, etc.

Spanish (DGE)

-ον
1 encargado de recaudar impuestos ναῦς Ar.Eq.1071, Th.3.19, 4.50, 75
subst. (οἱ) ἀργυρολόγοι recaudadores de impuestos πεμπομένων ... παρὰ τοὺς φόρους ἀργυρολόγων Aristid.Or.26.45, cf. Hsch.
como cargo público más gener. administrador, Samo.2.(1).5.14 (II a.C.).
2 ávido de dinero δι' ἃς (γυναῖκας) μάλιστα ἔκφρονες γεγόνασιν οἱ ἀργυρολόγοι τῶν ἡγουμένων Pall.V.Chrys.16 p.98, cf. Hsch.s.u. ἀργύρου κόπις.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ramasse de l'argent, qui impose des contributions.
Étymologie: ἄργυρος, λέγω².

Russian (Dvoretsky)

ἀργῠρολόγος: собирающий денежную дань (ναῦς Thuc., Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀργῠρολόγος: -ον, (λέγω) ὁ συλλέγων χρήματα, φορολογικός, ὁ πρὸς ἀργυρολογίαν κατάλληλος, ναῦς… ταχείας ἀργυρολόγους Ἀρισροφ. Ἱππ. 1071, Θουκ. 3. 19, κτλ. πρβλ. Βοικχ. Πολ. Οἰκ Ἀθ. 2, 375.

Greek Monolingual

ο (Α ἀργυρολόγος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που μαζεύει χρήματα με τρόπο αναξιοπρεπή
αρχ.
αυτός που συγκεντρώνει φόρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + -λόγος < λέγω «συλλέγω, συγκεντρώνω»].

Greek Monotonic

ἀργῠρολόγος: -ον (λέγω), αυτός που συλλέγει τους φόρους, φοροεισπράκτορας, σε Αριστοφ., Θουκ.

Middle Liddell

ἄργυρος, λέγω
levying money, Ar., Thuc.

English (Woodhouse)

levying money

German (Pape)

Geld, Contribution eintreibend, ταχεῖαι, sc. νῆες, Ar. Eq. 1066; Thuc. 3.19.