ἀργομέτωπος

Revision as of 17:03, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ον, with rough-hewn faces, λίθοι Ph.Bel.82.5.

Spanish (DGE)

-ον
arq. cuyo paramento exterior está sin tallar λίθοι Ph.Mech.82.5, cf. IG 22.463.40 (IV a.C.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀργομέτωπος: -ον, ἀκατέργαστον ἔχων τὴν ἐπιφάνειαν, λίθοι ἀργομέτωποι Φίλων Βελοπ. 82.

Greek Monolingual

ἀργομέτωπος, -ον (Α)
αυτός που έχει την επιφάνεια ακατέργαστη («ἀργομέτωποι λίθοι»).

German (Pape)

λίθοι, Mathem., vorn unbehauene Steine.