κουρεύσιμος

Revision as of 17:03, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

η, ον, for cutting hair, σίδηρος Sch.E.Or. 966.

Greek Monolingual

κουρεύσιμος, -ίμη, -ον (Α)
ο κατάλληλος να κουρεύει, αυτός με τον οποίο γίνεται το κούρεμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουρεύω + -σιμος (πρβλ. εργά-σιμος)].

German (Pape)

κουρευτικός, Schol. Eur. Or. 965.