πυκνόσπορος

Revision as of 17:03, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ον, thick-sown, ib.3.21.5.

Greek (Liddell-Scott)

πυκνόσπορος: -ον, ὁ πυκνῶς ἐσπαρμένος, Θεοφράστ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 21, 5.

Greek Monolingual

-ον, Α
ο πυκνά σπαρμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνῶς + -σπορος (< σπείρω), πρβλ. εὔσπόρος.

German (Pape)

dicht gesät, besät, Theophr.