τρισάριθμος

Revision as of 17:04, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

[ᾰρ], ον, thrice numbered, Orac. ap. Luc.Alex.11.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
triple.
Étymologie: τρίς, ἀριθμός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρισάριθμος [τρίς, ἀριθμός] driemaal geteld.

Russian (Dvoretsky)

τρῐσάριθμος: утроенный (εἰκοσάς Luc.).

Greek Monolingual

-ον, ΝΑ
τρείς («τρισάριθμοι μάρτυρες», Μηναί.)
μσν.
αυτός που διατυπώνεται με τον αριθμό τρίαμονάδα... φρονεῖν μιᾷ καὶ ἑνιαίᾳ θεότητι... τριάδα δὲ... τῷ διαφόρῳ τῆς τρισαρίθμου προσωπικῆς ἑτερότητος», Σωφρόν.)
αρχ.
αυτός που έχει αριθμηθεί τρεις φορές («εἰκοσάδα τρισάριθμον», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ-/τρι- + ἀριθμός (πρβλ. πολυ-άριθμος)].

Greek Monotonic

τρισάριθμος: -ον, τρεις φορές αριθμημένος, σε Χρησμ. παρά Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

τρισάριθμος: -ον, τρὶς ἀριθμηθείς, εἰκοσάδα τρισάριθμον Χρησμ. ἐν Λουκ. Ἀλεξ. 11.

Middle Liddell

τρισ-άριθμος, ον,
thrice-numbered, Orac. ap. Luc.

German (Pape)

dreimal gezählt, εἰκάς, Luc. Alex. 11.