περιτροχάζω

Revision as of 17:04, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

= περιτρέχω, Apollod.1.9.26; walk round, Hippiatr. 33.

Greek (Liddell-Scott)

περιτροχάζω: περιτρέχω, Ἀπολλόδ. 1. 9, 26· Παθ., Εὐστ. Πονημάτ. 75. 27.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
(για ίππο) κινούμαι κυκλικά με τροχασμό, με διποδισμό
μσν.
μετακινούμαι στη γύρω περιοχή περπατώντας ήρεμα
αρχ.
περιτρέχω («περιτροχάζων τὴν νῆσον», Απολλόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + τροχάζω «τρέχω γρήγορα»].

German (Pape)

περιτροχάω, Philo.