περιτροχάω
From LSJ
English (LSJ)
= περιτρέχω, AP7.338: c.acc., πολέες σε περιτροχόωσιν ἀοιδαί Call.Del.28:—Med., Arat.815.
German (Pape)
[Seite 597] Nebenform von περιτρέχω, rings herumlaufen, c. acc., daher umschwärmen, schaarenweis umgeben, Ep. ad. 666 (VII, 338); Callim. Del. 38; auch med., Arat. 815.
Russian (Dvoretsky)
περιτροχάω: бегать вокруг (θῆρες περιτροχάουσι Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
περιτροχάω: παράλληλος τύπος τοῦ περιτρέχω, Ἀνθ. Π. 7. 338· μετ’ αἰτ., πολέες σε περιτροχόωσιν ἀοιδαὶ Καλλ. εἰς Δῆλ. 28· ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἄρατ. 815.
Greek Monotonic
περιτροχάω: ισοδύν. τύπος του περιτρέχω, σε Ανθ.