v. κοιλίσκος.
κοιλισκωτός, -ή, -όν (Α)κοίλος («ἐκκοπεύς κοιλισκωτός», Παύλ. Αιγ.)·[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλίσκος + κατάλ. -ωτός (πρβλ. αγκαθωτός, θολωτός)].
= κοιλίσκος, Medic.