κοιλίσκος
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
English (LSJ)
ὁ, scoop-shaped knife, for surgical uses, Gal.10.445, Id. ap.Orib.46.21.17, Paul.Aeg.6.90 (κυκλίσκος is v.l. in Gal. l.c. and an unnecessary conjecture in Orib., Paul.Aeg. ll.cc.):—Adj. κοιλισκωτός, ἐκκοπεύς Paul.Aeg. l.c. (v.l. κυκλισκωτός).
German (Pape)
[Seite 1466] ὁ, ein vorn ausgehöhltes Messer zum chirurgischen Gebrauch, auch κοιλισκωτός, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
κοιλίσκος: ὁ, κοῖλος ἐκκοπεύς, χειρουργικὴ μάχαιρα κοίλη εἰς τὸ ἔμπροσθεν, Ἀρχ. Χειρουργ. 94, 108· οὕτω, κοιλισκωτός, Παῦλος Αἰγ. 211. 53· ἐκκοπεὺς κοῖλος Γαλην. 10. 150.
Greek Monolingual
κοιλίσκος, ὁ (Α)
χειρουργικό μαχαίρι, κοίλο στο μπροστινό μέρος («τῶν κοίλων ἐκκοπέων, οὕς καὶ κοιλίσκους ὀνομάζουσιν», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + κατάλ. -ίσκος (πρβλ. βωμίσκος, λυκίσκος)].