οζωολ. γένος τρωκτικών θηλαστικών της οικογένειας dasyproctidae.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cuniculus < λατ. cuniculus «κουνέλι»].
ὁ, = κόνικλος, Galen.