δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
τοκοινή ονομασία λαγόμορφου θηλαστικού της οικογένειας leporidae.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. coniglioκατ' άλλη άποψη, ο τ. κουνέλι < μσν. κουνέλιον, υποκορ. του κούνελος < κούνεκλος < κούνικλος < λατ. cuniculus].