προφέριστος

Revision as of 17:06, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ον, surpassing, excellent, Dioscorus in PLit.Lond. 100 C1.

Greek Monolingual

-ίστη, -ον, Α
αυτός που τοποθετείται πάνω απ' όλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προφερής «έξοχος» + κατάλ. τών ανώμαλων υπερθ. -ιστός (πρβλ. μέγ-ιστος)].

German (Pape)

unregelm. superl. zu προφερής.