κραταίπιλος
English (LSJ)
ον, with strong felt (πῖλος), A.Fr.430.
Russian (Dvoretsky)
κρᾰταίπῑλος: с обильными волосами, густоволосый Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
κραταίπῑλος: -ον, ἔχων ἰσχυρὸν πῖλον, Αἰσχύλ. ἐν Ἀνεκ. Ὀξ. 2. 318.
Greek Monolingual
κραταίπιλος, -ον (Α)
αυτός που έχει ισχυρό πίλο, δηλ. γερή εσωτερική επένδυση περικεφαλαίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραται- (< κράτος) + πῖλος «καπέλο»].
German (Pape)
[ῑ], Aesch. bei Choerobosc. in B.A. 1391, wird ὁ ἰσχυρὸν πίλιον ἔχων erkl.