δικελλοειδής
Spanish (DGE)
-ές
de doble punta, ahorquillado, ἀξίνη ἐκ τοῦ ἑτέρου μέρους δ. Lex.Tht.103.
German (Pape)
ές, von der Art, Gestalt einer δίκελλα, Schol. Plat. Rep. II.370d.
-ές
de doble punta, ahorquillado, ἀξίνη ἐκ τοῦ ἑτέρου μέρους δ. Lex.Tht.103.
ές, von der Art, Gestalt einer δίκελλα, Schol. Plat. Rep. II.370d.