μαχαιρουργός

Revision as of 17:07, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

όν, = μαχαιροποιός, Tz.H.6.132.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰχαιρουργός: -όν, = μαχαιροποιός, Τζέτζ. Ἱστ. 6. 133.

Greek Monolingual

μαχαιρουργός, -όν (Μ)
μαχαιροποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαχαίρι + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. σιδηρ-ουργός].

German (Pape)

ὁ, = μαχαιροποιός, Tzetz.