φιλοικοδόμος

Revision as of 17:07, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ον, fond of building, X.Oec.20.29, Arist.EN 1175a34.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime à bâtir des maisons.
Étymologie: φίλος, οἰκοδομέω.

Russian (Dvoretsky)

φιλοικοδόμος: v.l. φιλοικόδομος 2 любящий домостроительство Xen., Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοικοδόμος: -ον, ὁ ἀγαπῶν νὰ οἰκοδομῇ, Ξεν. Οἰκ. 20. 29, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 10. 5, 2.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που του αρέσει να χτίζει οικοδομήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + οἰκοδόμος.

Greek Monotonic

φῐλοικοδόμος: -ον, αυτός που αγαπά την οικοδόμηση, σε Ξεν.

Middle Liddell

φῐλ-οικοδόμος, ον,
fond of building, Xen.

German (Pape)

baulustig, gern bauend; Xen. Oec. 20.29; Plut. Crass. 2.