τεθαρρηκότως

Revision as of 17:07, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

Adv. pf. part. of θαρρέω, boldly, Plb.2.10.7, 9.9.8, Phld.Piet.18, D.S.4.17, etc.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec confiance, résolument.
Étymologie: τεθαρρηκώς, part. pf. de θαρρέω.

Russian (Dvoretsky)

τεθαρρηκότως: [от part. pf. к θαρρέω уверенно, смело, решительно Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

τεθαρρηκότως: Ἐπίρρ. τοῦ θαρρέω, μετὰ θάρρους, Πολύβ. 2. 10, 7., 9. 9, 8, κλπ.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. με θάρρος («ῥᾳδίως ἐχρήσατο τῇ πολιορκίᾳ καὶ τεθαρρηκότως», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεθαρρηκώς, -ότος, μτχ. παρακμ. του ρ. θαρρῶ + επιρρμ. κατάλ. -ως].

Greek Monotonic

τεθαρρηκότως: επίρρ. του θαρρέω, τολμηρά, με θάρρος, σε Πολύβ.

Middle Liddell

[adverb from perf. part. of θαρρέω
boldly, Polyb.

German (Pape)

adv. part. perf. von θαρρέω, dreist; Pol. 2.10.7; Plut. Rom. 12.