συνερανισμός
English (LSJ)
ὁ, gathering in, collecting, Plu.2.992a.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
contribution, collecte, cotisation.
Étymologie: συνερανίζω.
Russian (Dvoretsky)
Greek (Liddell-Scott)
συνερᾰνισμός: ὁ, τὸ συνερανίζειν, συλλέγειν, χαίρειν ἐῶσα τὸν παρ’ ἑτέρων διὰ μαθήσεως τοῦ φρονεῖν συνερανισμὸν Πλούτ. 2. 992Α.
Greek Monolingual
ὁ, Α συνερανίζω
1. συνεισφορά από κοινού με άλλους
2. μτφ. συγκέντρωση δανείων γνώσεων, λογοκλοπή.
German (Pape)
ὁ, das Sammeln, Zusammenbringen, Plut. Gryll. 9 M.