καταχρώννυμι

Revision as of 17:09, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

Poll.7.169, Suid.: impf. κατέχρωζεν Anon. ap. Suid. (s.h.v.):—colour, -χρῶσαι τὴν κόμην Poll.2.35, cf. Alex.Aphr. in SE9.3:—Pass., metaph., κατὰ δὲ κηλῖδα… κέχρωσαι E.Hec.911 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

1 noircir;
2 salir, tacher.
Étymologie: κατά, χρώννυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-χρώννυμι kleuren; overdr., met acc. v. h. inw. obj.: κατὰ δ’ αἰθάλου κηλῖδ’( α )... κέχρωσαι jij bent zwart van de rookvlekken Eur. Hec. 911 (tmesis, lyr.).

Russian (Dvoretsky)

καταχρώννῡμι: окрашивать, пачкать: κατα δ᾽ αἰθάλου κηλῖδ᾽ κέχρωσαι (Τροία) Eur. копотью покрылась Троя.

Greek (Liddell-Scott)

καταχρώννῡμι: μέλλ. -χρώσω· -χρωματίζω ἐντελῶς, καταβάπτω, καταχρῶσαι τὴν κόμην Πολυδ. Β΄, 35·- Παθ., κατεχρώσθη τὸ πρόσωπον κατ’ Αἰθίοπα, ἐμελάνισε, Εὐμάθ. σ. 121·- μεταφορ., κατὰ δὲ κηλῖδα… κέχρωσαι Εὐρ. Ἑκ. 911·- οἱ τύποι τοῦ ἐνεστ. εὕρηνται παρὰ Σουΐδ., Πολυδ. Ζ΄, 169· παρὰ τοῖς Ἐκκλ. ὡσαύτως, καταχρώσκω.

Greek Monolingual

καταχρώννυμι και καταχρωννύω και καταχρώζω (AM)
χρωματίζω εντελώς, βάφω («καταχρῶσαι τὴν κόμην», Πολυδ.)
αρχ.
παθ. καταχρώννυμαι
κηλιδώνομαι, λερώνομαι («κατὰ δ' αἰθάλου κηλῑδα... κέχρωσαι», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + χρώννυμι «χρωματίζω»].

German (Pape)

[ῡ], (χρώννυμι), anfärben, anstreichen, καταχρῶσαι τὴν κόμην Poll. 2.31; beschmutzen, Sp.; als tmesis rechnet man Eur. Hec. 911 hierher, κατὰ δ' αἰθάλου κηλῖδ' οἰκτροτάταν κέχρωσαι.