v. ἀκραιφνής.
-ές puro Sch.Th.1.52.
ἀκεραιοφανής: -ές, λέξις πλασθεῖσθα ὑπὸ τῶν γραμματικῶν πρὸς ἐτυμολογίαν τοῦ ἀκραιφνής.
bildeten die Gramm. zur Erkl. von ἀκραιφνής.