καταφαιδρύνω
Greek (Liddell-Scott)
καταφαιδρύνω: μεγάλως φαιδρύνω, λαμπρύνω τι, ποιῶ τι στίλβον, Εὐσ. Βίος Κωνστ. 3. 34, Κύριλλ. κτλ.· ἑορταὶ καταφαιδρύνονται καὶ καταλάμπονται Ἰω. Χρυσ.· τῷ λουτρῷ κ. τὰ σώματα Γρηγ. Νύσσ.
Greek Monolingual
καταφαιδρύνω (Α)
(επιτ. τ. του φαιδρύνω)
1. κάνω κάτι φαιδρό, λαμπρό, καθαρό, λαμπρύνω, φωτίζω, καταυγάζω
2. στολίζω, καλλωπίζω, εξωραΐζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + φαιδρύνω «κάνω κάτι λαμπρό, καθαρό»].
German (Pape)
erheitern, Sp.