καταφαιδρύνω

Revision as of 17:10, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Greek (Liddell-Scott)

καταφαιδρύνω: μεγάλως φαιδρύνω, λαμπρύνω τι, ποιῶ τι στίλβον, Εὐσ. Βίος Κωνστ. 3. 34, Κύριλλ. κτλ.· ἑορταὶ καταφαιδρύνονται καὶ καταλάμπονται Ἰω. Χρυσ.· τῷ λουτρῷ κ. τὰ σώματα Γρηγ. Νύσσ.

Greek Monolingual

καταφαιδρύνω (Α)
(επιτ. τ. του φαιδρύνω)
1. κάνω κάτι φαιδρό, λαμπρό, καθαρό, λαμπρύνω, φωτίζω, καταυγάζω
2. στολίζω, καλλωπίζω, εξωραΐζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + φαιδρύνω «κάνω κάτι λαμπρό, καθαρό»].

German (Pape)

erheitern, Sp.