σφαιριστήριον

Revision as of 17:10, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

τό, ball-court, Thphr. Char.5.9, IG11(2).199A110 (Delos, iii B.C.), BCH23.566 (Delph., iii B.C.), Phld.Herc.1457.7, POxy.1450.5 (iii A.D.).

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
emplacement pour un jeu de paume.
Étymologie: σφαιρίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφαιριστήριον -ου, τό [σφαιρίζω] plaats om te ballen; mogelijk ook plaats voor bokstraining. Thphr.

Greek Monotonic

σφαιριστήριον: τό (σφαιρίζω), τόπος όπου έπαιζαν παιχνίδια με τη σφαίρα, σε Θεόφρ.

Greek (Liddell-Scott)

σφαιριστήριον: τό, τόπος ἔνθα ἐσφαίριζον, ἔπαιζον τὴν σφαῖραν, Θεοφρ. Χαρακτ. 5 (6).

Middle Liddell

σφαιριστήριον, ου, τό, σφαιρίζω
a ball-court, Theophr.

German (Pape)

τό, Ballhaus, Ballplatz, Sp.